- τοσσῆνος
- τοσσῆνος, [dialect] Dor. for τοσοῦτος, Theoc.1.54, v. l. in Id.3.51. (No form τοσῆνος occurs.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοσσήνος — Α (δωρ. τ.) τοσοῡτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος, κατά το τῆνος*] … Dictionary of Greek